Ήμουν λέει φιλοξενούμενος σε ένα άγνωστο σπίτι και έμενα
σε ένα κακόγουστο δωμάτιο στο ισόγειο.
σε ένα κακόγουστο δωμάτιο στο ισόγειο.
Θυμάμαι τα μεγάλα ξύλινα παραθυρόφυλλα περασμένα με παχιά στρώση μπογιάς και
εκείνα τα ορθογώνια τζάμια τους σαν αυτά που βλέπαμε στις
παλιές μονοκατοικίες στα Αναφιώτικα.
Εσωτερικά θυμάμαι ένα απαίσιο φυστικί χρώμα στους τοίχους
και ένα κολάζ παλαιών επίπλων.
εκείνα τα ορθογώνια τζάμια τους σαν αυτά που βλέπαμε στις
παλιές μονοκατοικίες στα Αναφιώτικα.
Εσωτερικά θυμάμαι ένα απαίσιο φυστικί χρώμα στους τοίχους
και ένα κολάζ παλαιών επίπλων.
Μόνη διέξοδος τα μεγάλα παράθυρα για να χαζεύω το δρόμο.
Το δρόμο που δεν ήταν ήσυχος, κάτι είχε γίνει νωρίτερα.
Ακουμπισμένος στο περβάζι έβλεπα ανήσυχα πρόσωπα να
βαδίζουν γρήγορα. Κάποια στιγμή δύο νεαροί στάθηκαν κάτω
από το παράθυρο, λες και ήθελαν να κρυφτούν από κάποιον.
Στάθηκαν που λες, έβγαλαν ένα τσιγαριλίκι και το έσκασαν
χωρίς να δίνουν σημασία στην παρουσία μου ακριβώς από πάνω τους.
Πίνουν το τσιγαριλίκι τους και στα τελειώματα ακούγονται
ποδοβολητά και σκάνε από τη γωνία 3-4 μπάτσοι, χωρίς να
ασχολούνται με το τσιγαριλίκι τους πλησιάζουν και το μόνο
που κάνουν είναι να τους κολλήσουν δύο ολοστρόγγυλα μπλε
αυτοκόλλητα με ένα άσπρο σχέδιο στο κέντρο και τους παίρνουν από κει.
Μέσα στις φωνές και τον πανικό έκλεισα το παράθυρο και
πήγα προς τα μέσα -το ίδιο έκανε από την άλλη πλευρά του
σπιτιού και το ζευγάρι που με φιλοξενούσε ακούγοντας την φασαρία-.
Συναντηθήκαμε σε ένα παλιό ξύλινο χωλ.
Νομίζω ξαφνιάστηκαν λίγο που με είδαν, λες και είχαν
ξεχάσει οτι με φιλοξενούσαν.
Ο άντρας, παρά την αρχική του έκπληξη, δεν μου έδωσε
ιδιαιτερη σημασία. Έκρυψε το βλέμμα του πισω από τα
κοκκάλινα γυαλιά του και κινήθηκε προς το δωμάτιο να δει τι είχε συμβεί.
Η γυναίκα όμως με αγκάλιασε ζεστά και ανάμεσα στα δάκρυα
της με ρώτησε πως ήμουν, λες και με ήξερε από μικρό παιδί
και είχε να με δει χρόνια..
Δεν με άφηνε στιγμή από την αγκαλιά της και όλο ρωτούσε
για μένα, ήθελε να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε μέσα σε
ελάχιστο χρόνο, σαν να ήξερε πως θα φύγω πάλι..
Το δρόμο που δεν ήταν ήσυχος, κάτι είχε γίνει νωρίτερα.
Ακουμπισμένος στο περβάζι έβλεπα ανήσυχα πρόσωπα να
βαδίζουν γρήγορα. Κάποια στιγμή δύο νεαροί στάθηκαν κάτω
από το παράθυρο, λες και ήθελαν να κρυφτούν από κάποιον.
Στάθηκαν που λες, έβγαλαν ένα τσιγαριλίκι και το έσκασαν
χωρίς να δίνουν σημασία στην παρουσία μου ακριβώς από πάνω τους.
Πίνουν το τσιγαριλίκι τους και στα τελειώματα ακούγονται
ποδοβολητά και σκάνε από τη γωνία 3-4 μπάτσοι, χωρίς να
ασχολούνται με το τσιγαριλίκι τους πλησιάζουν και το μόνο
που κάνουν είναι να τους κολλήσουν δύο ολοστρόγγυλα μπλε
αυτοκόλλητα με ένα άσπρο σχέδιο στο κέντρο και τους παίρνουν από κει.
Μέσα στις φωνές και τον πανικό έκλεισα το παράθυρο και
πήγα προς τα μέσα -το ίδιο έκανε από την άλλη πλευρά του
σπιτιού και το ζευγάρι που με φιλοξενούσε ακούγοντας την φασαρία-.
Συναντηθήκαμε σε ένα παλιό ξύλινο χωλ.
Νομίζω ξαφνιάστηκαν λίγο που με είδαν, λες και είχαν
ξεχάσει οτι με φιλοξενούσαν.
Ο άντρας, παρά την αρχική του έκπληξη, δεν μου έδωσε
ιδιαιτερη σημασία. Έκρυψε το βλέμμα του πισω από τα
κοκκάλινα γυαλιά του και κινήθηκε προς το δωμάτιο να δει τι είχε συμβεί.
Η γυναίκα όμως με αγκάλιασε ζεστά και ανάμεσα στα δάκρυα
της με ρώτησε πως ήμουν, λες και με ήξερε από μικρό παιδί
και είχε να με δει χρόνια..
Δεν με άφηνε στιγμή από την αγκαλιά της και όλο ρωτούσε
για μένα, ήθελε να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε μέσα σε
ελάχιστο χρόνο, σαν να ήξερε πως θα φύγω πάλι..
όπως ήρθα..
ξαφνικά..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου